- προδιώκοντας
- προδιώκωget in advance in pursuitpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιώκω — Α καταδιώκω κάποιον προς τα εμπρός, πολύ μακριά («εἴ τινας προδιώκοντας ἴδοιεν, ἀνέστελλον», Θουκ.) … Dictionary of Greek